- οὐδήεις
- οὐδήεις, εσσα, εν, ([etym.] οὖδας)A terrestrial, v.l. in Od.5.334, 10.136.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ουδήεις — οὐδήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που βρίσκεται πάνω στη γη, επίγειος («Κίρκη... δεινὴ θεὸς οὐδήεσσα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖδας «έδαφος» + κατάλ. ήεις. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. αντί αὐδήεις] … Dictionary of Greek
οὐδήεσσα — οὐδήεις terrestrial fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐδήεσσαι — οὐδήεις terrestrial fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐδήεσσαν — οὐδήεις terrestrial fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek